σκωπτικάς — σκωπτικά̱ς , σκωπτικός given to mockery fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ακλας — (και ακλος) Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, τα οποία σχηματίζονται αναλογικά προς θηλυκά ουσιαστικά σε ακλα. Τα ουσιαστικά σε ακλας ή ακλος είναι συνήθως σκωπτικά π.χ. άντρ ακλας και άντρ ακλος, γαϊδούρ ακλος … Dictionary of Greek
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
αλινδήθρα — ἀλινδήθρα, η (Α) [ἀλινδῶ] 1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα 2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών τού Ευριπίδη η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές … Dictionary of Greek
αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… … Dictionary of Greek
βουγάιος — βουγάϊος, ο (Α) 1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά 2. αδρανής 3. βραδύνους, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β συνθετικό συνδέεται με… … Dictionary of Greek
γιαβουντής — και γιαχουντής και γιαουντής, ο (περιφρον. και σκωπτικά) Εβραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (εβρ.) Jehuda «Ιούδας»] … Dictionary of Greek
γλωσσοκαθαριστής — ο (σκωπτικά) αυτός που καθαρίζει τη γλώσσα, ο καθαρευουσιάνος … Dictionary of Greek
γραικύλος — Υποκοριστικό της λέξης Γραικός με υποτιμητική σημασία. Λέγεται ότι την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε πρώτος ο Κικέρων. * * * ο Γραικός μηδαμινός και τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Graeculus, λέξη με μειωτική σημασία που πλάστηκε από τους Ρωμαίους… … Dictionary of Greek
δασκαλόπουλο — το 1. το δασκαλοπαίδι 2. (σκωπτικά) ο νεαρός ή μικρόσωμος δάσκαλος 3. παροιμ. «δασκαλόπουλα, δαιμονόπουλα» τα μικρά παιδιά είναι ζωηρά και άτακτα … Dictionary of Greek